αναπάψιμο

αναπάψιμο
ο
1) просвира (на поминках); 2) πλ. кутья

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αναπάψιμο" в других словарях:

  • αναπάψιμο — το 1. άρτος που ευλογείται από τον ιερέα και τρώγεται με (ή χωρίς) κρασί και κόλλυβα στα μνημόσυνα υπέρ αναπαύσεως τής ψυχής τού νεκρού 2. στον πληθ. τα αναπαψίματα κόλλυβα τών μνημοσύνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαύσιμος. ΠΑΡ. αναπαψιμάρι] …   Dictionary of Greek

  • αναπαψιμάρι — το [αναπάψιμο] ευχή που διαβάζεται σε ετοιμοθάνατο για τη γρήγορη ανάπαυση τής ψυχής του …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»